ἐφημερίσι

ἐφημερίσι
ἐφημερίς
diary
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επινυκτίς — ἐπινυκτίς, ἡ (Α) [νυξ, νυκτός] 1. νυχτερινή φρούρηση 2. φλύκταινα που γίνεται τη νύχτα 3. βιβλίο όπου γράφονται όσα συμβαίνουν τη νύχτα, αντίθ. τού ἐφημερίς («ταῑς καλουμέναις ἐφημερίσι τὰς ὑφ’ ἡμῶν ὀνομαζομένας ἐπινυκτίδας συνάπτοντας», Συνέσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”